Ναρκίσσου

Ναρκίσσου
Νάρκισσος
narcissus
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναρκίσσου — νάρκισσος narcissus fem gen sg νάρκισσος narcissus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) …   Deutsch Wikipedia

  • НАРЦИССА ИСТОЧНИК —    • Narcissi fons,          Ναρκίσσου πηγή, источник у Донакона, близ Феспий в Беотии, вокруг которого и теперь находится множество нарциссов. Ov. met. 3, 407. Paus. 9. 31, 7 …   Реальный словарь классических древностей

  • ναρκίσσινος — ινη, ο (Α ναρκίσσινος ίνη, ον) [νάρκισσος] αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.) αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • Αμεινίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. Α. αποκαλούσαν επίσης οι αρχαίοι και τον θεό Διόνυσο, καθώς και έναν από τους εραστές του Νάρκισσου, ο οποίος αυτοκτόνησε με το ξίφος που του είχε στείλει ο τελευταίος, αφού πρώτα τον καταράστηκε να έχει την ίδια τύχη. 1 …   Dictionary of Greek

  • ημεροκαλλίδα — (Ηemerocallis). Ποώδη μονοκοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών. Περιλαμβάνει 6 είδη της κεντρικής Ευρώπης, της εύκρατης Ασίας και της Ιαπωνίας. Πολλές ποικιλίες που προέρχονται από διασταυρώσεις και επιλογή των άγριων ειδών… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωρόπουλος, Τάκης — (Αθήνα 1954 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Ήταν διευθυντής σύνταξης του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο, το οποίο εξέδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ανάμεσα στα βιβλία του ξεχωρίζουνΤο αδιανόητο τοπίο(1991) και Η πτώση του Νάρκισσου(1994), τα… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ, Τζόζεφ — (Josef Conrad, Μπερνκστζέβ, Ουκρανία 1857 – Μπίσοπσμπουρν, Κεντ 1924). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα, πολωνικής καταγωγής, Τζόζεφ Τεοντόρ Κόνραντ Νάλετς Κορζενιόφσκι (Jozef Teodor Konrad Naleη Korzeniowski). Ήταν γιος διανοουμένου, ο …   Dictionary of Greek

  • Τσελίνι, Μπενβενούτο — (Benvenuto Cellini, Φλωρεντία 1500 – 1571). Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης και συγγραφέας, ένα από τα πιο ζωντανά πνεύματα της φλωρεντινής καλλιτεχνικής ζωής του 16ου αι. Η φήμη του συνδέεται με την αυτοβιογραφία του, με τον μαχητικό του χαρακτήρα, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”